άλυσο

άλυσο
(alyssum). Γένος φυτών της οικογένειας των σταυρανδών. Περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης και της δυτικής Ασίας. Είναι μικρά ποώδη φυτά, μονοετή ή πολυετή. Τα φύλλα τους είναι λογχοειδή ή ωοειδή και χνουδωτά. Τα άνθη τους είναι κίτρινα, λευκά ή ροδόχρωμα. Ο καρπός είναι κεράτιο. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά και πολλαπλασιάζονται, τα μεν μονοετή με σπορά, ενώ τα πολυετή με μοσχεύματα αλλά και με σπορά. Τα φυτά αυτά είναι γνωστά με την κοινή ονομασία αλυσίδα. Τα σημαντικότερα είδη που συναντώνται αυτοφυή στην Ελλάδα είναι: ά. το βραχώδες, ά. το ραμφωτό, ά. το κιτρινόχρουν και ά. το επιτοίχιο, γνωστό και ως βρομόχορτο. Άλλα είδη που φυτρώνουν στην Ευρώπη και την Ασία είναι: ά. το παράκτιο, ά. το μακρόκαρπo, ά. το αργυρόχρουν κ.ά. Παράκτιο άλυσο, με λευκά άνθη σε μορφή τούφας, κατάλληλο για ζαρντινιέρες. Το πολυετές άλυσο, με κίτρινα άνθη, κατάλληλο για φύτευση σε ηλιαζόμενους πετρόκηπους και ξερολιθιές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλυσο(ς) — η η αλυσίδα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …   Dictionary of Greek

  • σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • άλυσος — η και ο και άλυσο, η η αλυσίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τής λ. άλυση*, πρβλ. κεφαλή κέφαλος, περιστέρι περίστερος] …   Dictionary of Greek

  • κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόδεμα — και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα) μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό νεοελλ. 1. επίδεσμος τού κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων 2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται… …   Dictionary of Greek

  • κηρόδετος — η, ο (Α κηρόδετος, ον) αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί αρχ. φρ. «κηρόδετον πνεῡμα» το φύσημα τού αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.). επίρρ... κηρόδετα με κηρόδετο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός +… …   Dictionary of Greek

  • κρικόδεσμος — ο ναυτ. κρίκος που χρησιμοποιείται κατά την πόντιση τής άγκυρας για το δέσιμο τού σολόγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + δεσμός (< δένω), πρβλ. αγκυρό δεσμος, αλυσό δεσμος] …   Dictionary of Greek

  • λαιμόδεσμος — ο ναυτ. ναυτικός κόμβος που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την άρση ή μετακίνηση βαριών αντικειμένων, αλλ. λαιμοδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δεσμός (πρβλ. αλυσό δεσμος, χειρό δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • μαντιλοδεμένος — η, ο αυτός που έχει δέσει μαντίλι στο κεφάλι του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντίλι + δεμένος (πρβλ. αλυσο δεμένος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”